τρίβων

τρίβων
ο, ΝΜΑ
(στην αρχαιότ.) παλαιό και φθαρμένο ή τραχύ επανωφόρι, όπως αυτό που φορούσαν οι Σπαρτιάτες, οι φιλόσοφοι, ιδίως ο Σωκράτης και οι κυνικοί, και αργότερα οι μοναχοί, συνήθως ως ένδειξη αυτάρκους βίου και σκληραγωγίας («λακωνίζειν φασὶ καὶ τρίβωνας ἔχουσι καὶ ἁπλᾱς ὑποδέδενται», Δημοσθ.)
νεοελλ.-μσν.
(κατά τον μεσαίωνα) έμβλημα ασκητισμού, το ράσο
αρχ.
(ως επίθ. αρσ. και θηλ.) , ἡ τρίβων
α) ο πεπειραμένος, ο έμπειρος σε κάτι («ἐτύγχανεν γὰρ οὐ τρίβων ὢν ἱππικῆς», Αριστοφ.)
β) πανούργος, πολυμήχανος και απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + κατάλ -ων (πρβλ. ἄρχ-ων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρίβων' — τρίβωνα , τρίβων worn garment masc/fem acc sg τρίβωνι , τρίβων worn garment masc/fem dat sg τρίβωνε , τρίβων worn garment masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίβων — τρίβος worn masc/fem gen pl τρί̱βων , τρίβω rub pres part act masc nom sg τρίβων worn garment masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβῶν — τριβή rubbing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТРИБОН —    • Τρίβων,          см. Vestis, Одежда, 1 …   Реальный словарь классических древностей

  • τρίβωνα — τρίβων worn garment masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίβωνας — τρίβων worn garment masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίβωνες — τρίβων worn garment masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίβωνι — τρίβων worn garment masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίβωνος — τρίβων worn garment masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CYNICI — Philosophi quidam sectatores Antisthenis, qui primus novum hoc Philosophiae genus introduxit: Ita dicti five a Cynosarge gymnasio, in quo Antitthenes profitebatur; sive a canina mordacitate, quâ in hominum vitas nullô discrimine invehebantur: aut …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”