- τρίβων
- ο, ΝΜΑ(στην αρχαιότ.) παλαιό και φθαρμένο ή τραχύ επανωφόρι, όπως αυτό που φορούσαν οι Σπαρτιάτες, οι φιλόσοφοι, ιδίως ο Σωκράτης και οι κυνικοί, και αργότερα οι μοναχοί, συνήθως ως ένδειξη αυτάρκους βίου και σκληραγωγίας («λακωνίζειν φασὶ καὶ τρίβωνας ἔχουσι καὶ ἁπλᾱς ὑποδέδενται», Δημοσθ.)νεοελλ.-μσν.(κατά τον μεσαίωνα) έμβλημα ασκητισμού, το ράσοαρχ.(ως επίθ. αρσ. και θηλ.) ὁ, ἡ τρίβωνα) ο πεπειραμένος, ο έμπειρος σε κάτι («ἐτύγχανεν γὰρ οὐ τρίβων ὢν ἱππικῆς», Αριστοφ.)β) πανούργος, πολυμήχανος και απατεώνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + κατάλ -ων (πρβλ. ἄρχ-ων)].
Dictionary of Greek. 2013.